Οι γυναίκες έως 35 ετών που ακολουθούν τη μεσογειακή διατροφή επί ένα εξάμηνο προτού κάνουν θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχουν σημαντικά αυξημένες πιθανότητες να έχουν μια πετυχημένη εξωσωματική γονιμοποίηση και μια εξίσου καλή εγκυμοσύνη, γεννώντας τελικά ένα υγιές μωρό, σε σχέση με όσες δεν κάνουν την ίδια διατροφή.
Δεν φαίνεται ωστόσο να υπάρχει το ίδιο όφελος για τις μεγαλύτερες γυναίκες, άνω των 35 ετών.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας ελληνικής επιστημονικής έρευνας, η οποία έγινε από ερευνητές του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου και της Μονάδας Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής «Εμβρυογένεσις» της Αθήνας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Νίκο Γιαννακούρη, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Human Reproduction της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας, μελέτησαν 244 μη παχύσαρκες γυναίκες ηλικίας 22 έως 41 ετών, οι οποίες είχαν κάνει την πρώτη θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης μεταξύ 2013-2016.
Συνολικά, από τις 244 γυναίκες, στις 229 (το 94%) τουλάχιστον ένα έμβρυο εμφυτεύθηκε στη μήτρα τους, στις 138 (56%) η εμφύτευση ήταν επιτυχής, οι 104 (43%) είχαν εγκυμοσύνη και οι 99 (41%) γέννησαν ένα ζωντανό μωρό.
Οι επιστήμονες συσχέτισαν τη διατροφή των γυναικών πριν την εξωσωματική με το αποτέλεσμα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Η προσκόλληση των γυναικών στη μεσογειακή διατροφή «βαθμολογήθηκε» με βάση τον δείκτη MedDiet Score, με «σκορ» από μηδέν έως 55. Οι συμμετέχουσες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες (18-30, 31-35 και 36-47), ανάλογα με τη διατροφή τους.
Διαπιστώθηκε ότι όσες είχαν την υψηλότερη βαθμολογία (36-47), δηλαδή έκαναν πιο πιστά μια μεσογειακού τύπου διατροφή, τρώγοντας περισσότερο λάδι, λαχανικά, φρούτα, πλήρη δημητριακά, όσπρια και ψάρια, αλλά λιγότερο κόκκινο κρέας, είχαν 65% έως 68% περισσότερες πιθανότητες για επιτυχή γονιμοποίηση, κύηση και τοκετό, σε σχέση με τις γυναίκες που ακολουθούσαν πολύ λιγότερο τη μεσογειακή διατροφή (18-30).
Οι 79 γυναίκες της τελευταίας αυτής ομάδας είχαν σημαντικά μικρότερα ποσοστά κυήσεων έναντι της πρώτης (29% έναντι 50%) και γεννήσεων (27% έναντι 49%). Οι γυναίκες κάτω των 35 ετών είχαν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες επιτυχούς κύησης και τοκετού για κάθε πέντε μονάδες υψηλότερη βαθμολογία στον δείκτη μεσογειακής διατροφής MedDiet.
«Το σημαντικό μήνυμα από τη μελέτη μας είναι ότι οι γυναίκες που προσπαθούν να μείνουν έγκυοι πρέπει να ενθαρρυνθούν να κάνουν μια υγιεινή διατροφή, όπως η μεσογειακή, επειδή αυτό μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες μιας επιτυχούς εγκυμοσύνης και της γέννησης ενός ζωντανού μωρού» δήλωσε ο Γιαννακούρης.
«Όταν πρόκειται για τη σύλληψη ενός μωρού, η διατροφή και ο τρόπος ζωής είναι εξίσου σημαντικά για τους άνδρες, όπως και για τις γυναίκες. Προηγούμενη μελέτη από την ερευνητική ομάδα μας μεταξύ των ανδρών έχει δείξει ότι η τήρηση της μεσογειακής διατροφής μπορεί επίσης να βελτιώσει την ποιότητα των σπερματοζωαρίων» πρόσθεσε.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν συσχέτιση ανάμεσα στη διατροφή και στις πιθανότητες επιτυχούς εγκυμοσύνης για τις γυναίκες άνω των 35 ετών. Πιστεύουν ότι αυτό οφείλεται στις ορμονικές αλλαγές, στην ύπαρξη λιγότερων πλέον ωαρίων και σε άλλους παράγοντες που συμβαίνουν στις μεγαλύτερες γυναίκες και «σκεπάζουν» τις επιδράσεις της διατροφής και άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων.
«Το γεγονός ότι η μελέτη μας βρήκε μια θετική επίδραση της μεσογειακής διατροφής μόνο στις νεότερες γυναίκες έως 35 ετών δεν σημαίνει ότι μια υγιεινή διατροφή δεν είναι σημαντική και για τις μεγαλύτερες γυναίκες» τόνισε ο Γιανακούρης. Υπογράμμισε ότι τα οφέλη της μεσογειακής διατροφής στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή πρέπει να μελετηθούν περαιτέρω γενικά, αλλά και ειδικότερα σε επιμέρους ομάδες, όπως οι παχύσαρκες γυναίκες.
Στη μελέτη συμμετείχαν επίσης οι Δημήτρης Καραγιάννης και Μερόπη Μενδώρου από το Χαροκόπειο, καθώς και οι Χριστίνα Μενδώρου και Μηνάς Μαστρομηνάς από την «Εμβρυογένεση».
(Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)