Λατρεύω τις λέξεις. Όλες τις λέξεις. Λατρεύω να εξηγώ λέξεις και μου αρέσει να συνομιλώ με ανθρώπους και να προσέχω τα λόγια τους, μα κυρίως τις σιωπές τους. Όταν ξεκινούμε με συγκεκριμένο τρόπο μια πρόταση, έχουμε απορρίψει τόσους άλλους, και για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη, σημαίνει ότι καμιά άλλη δεν ταίριαζε.
Λατρεύω τις λέξεις. Σημαίνουν τόσα. Δυστυχώς, η καθημερινότητα, η βιασύνη, ο καταιγισμός από τα μέσα οδηγούν στην κατάχρηση από μέρους μας κάποιων λέξεων αποδυναμώνοντας άλλες: «έχω άγχος για τη δουλειά», «έχω άγχος για το ραντεβού», «έχω άγχος για το αν θα πετύχει το φαγητό», στην πραγματικότητα είναι «έχω αγωνία για τη δουλειά», «έχω λαχτάρα για το ραντεβού» (αν είναι πράγματι άγχος, καλύτερα να μην πας ποτέ), «έχω περιέργεια για το αν θα πετύχει το φαγητό». Αμέσως, οι λέξεις αλλάζουν τη διάθεσή μας επειδή αλλάζουν την οπτική μας. Και το καλύτερο! Τις λέξεις τις διαλέγουμε εμείς. Εμείς διαλέγουμε αν έχουμε «θεματάκι», «προβληματισμό», «πρόβλημα», «ζήτημα», ή «κρίση». Αντίστοιχα κλιμακώνομαι και οι λύσεις, πηγαίνοντας από τη χαλαρή κουβεντούλα, ως τη λήψη άμεσων αποφάσεων.
Σε κείμενο σχολικού βιβλίου, βρέθηκε η λέξη «αφουγκράζομαι». Ρωτήθηκα τί σημαίνει, και εγώ αυθόρμητα απάντησα την μεγαλύτερη ίσως αλήθεια: «Αφουγκράζομαι σημαίνει, ακούω χωρίς να ακούω με τα αυτιά μου. Σε αφουγκράζομαι επειδή σε αγαπώ και με νοιάζει να σε καταλάβω. Και χωρίς να μου πεις, από τα μάτια και την ανάσα σου ακούω την καρδιά σου, και ξέρω πότε θέλεις ποια αγκαλιά. Επειδή σε αγαπάω και με νοιάζει. Αν δεν αγαπώ, δεν αφουγκράζομαι, επειδή απλά δεν με νοιάζει». Εγώ το είπα, και μέρα με τη μέρα, θα τους γίνει βίωμα .
Πόσο δύσκολο γίνεται όμως όλο αυτό το παιχνίδι με τις λέξεις και τα συναισθήματα και τις φιλίες, γιατί αν σε μια σχέση αφουγκράζεσαι κάποιον χωρίς να σου είναι έμφυτο, αυτή είναι η φιλία. Τί λυτρωτικό όταν σου λένε ή εσύ επιμένεις «Αφού σε κατάλαβα, πες μου τί έχεις», ή το πιο τρομερό «εγώ είμαι εδώ». Είναι σαν ήδη να τα έχεις πει και να είσαι έτοιμος να δεχτείς την παρηγοριά ή ακόμα καλύτερα, έτοιμος να ανέβεις αμέσως στο άλογο. Αυτές οι φιλίες είναι υπέροχες, μα δεν τις γνωρίζουμε από την αρχή, σφυρηλατούνται σταδιακά, και η μόνη τους λυδία λίθος είναι ο χρόνος. Υπάρχουν φίλοι που έχουν χρόνια να ειδωθούν, μα όταν τηλεφωνιούνται δεν πρέπει να συστηθούν, υπάρχουν φίλοι από τα θρανία που κάθε φορά είναι σαν το τότε, με κοινούς μυστικούς κώδικες και λέξεις.
Έχω τέτοιους φίλους. Μαλώναμε για το ποιος θα πιει πρώτος νερό απ’ το λάστιχο, με ποιον θα κάτσουμε στο σινεμά, με ποιον θα κάτσουμε στο λεωφορείο της εκδρομής . Έχω φίλους πιστούς και καρδιακούς. Έχω φίλους και από παιδί, και από παλιά και από τώρα. Έχω φίλους που αν μπουν όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, μα εγώ ταιριάζω «γάντι» με όλους. Έχω φίλους θησαυρούς που είναι παρόντες όταν πρέπει και απόντες όταν χρειάζεται. Και για να γίνουμε φίλοι δεν κάναμε αίτηση, μας έδεσαν οι στιγμές και οι φωνές, και όταν κάτι πάει στραβά δεν διαλέγουμε προσωπάκι που να ταιριάζει στην έκφρασή μας. Δεν υπάρχει συναίσθημα κατά δήλωση, υπάρχει συναίσθημα κατά πράξη.
Και για όλες τις παραπάνω λέξεις που χρησιμοποίησα, ζύγισα σωστά. Οι φίλοι, δεν είναι «γνωριμίες», «γνωστοί», «συμμαθητές», «συμφοιτητές». Είναι φίλοι. Είναι αυτοί χωρίς τους οποίους θα ήμασταν αλλιώς, ή θα ήμασταν άλλοι, είναι αυτοί χωρίς τους οποίους θα γελούσαμε λιγότερο, και θα κλαίγαμε περισσότερο στη ζωή μας, και θα ήταν κρίμα γιατί θα κλαίγαμε και πολύ και μόνοι.
Λένε πως πρέπει να αγαπάς τους φίλους σου με τα ελαττώματά τους. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να καταλογίσω ούτε ένα στους δικούς μου. Όχι ότι δεν έχουν, απλά, φαίνεται, έχουμε τα ίδια και δεν μου κακοφαίνονται.