Η Ηρωική Πόλη της Νάουσας σε όλους σχεδόν τους ταξιδιωτικούς οδηγούς περιγράφεται ως όμορφη πόλη στους πρόποδες του όρους Βερμίου. Ως πόλη του οίνου, γνωστή για τα ροδάκινα, για τα κεράσια, και για τα εργοστάσιά της που της απέδωσαν αίγλη. Δυστυχώς, όσοι συντάσσουν τέτοιου είδους εγχειρίδια, προσπαθούν να παραμείνουν αντικειμενικοί, λες και αν γράψουν την αλήθεια όπως τη νιώθουν θα πειράξει. Στο κάτω-κάτω βέβαια, αυτή είναι η δουλειά τους.: φωτογραφίζουν, συλλέγουν πληροφορίες, τις βάζουν στη σειρά και τις τυπώνουν. Άλλωστε, τα δεδομένα που χρειάζονται είναι συγκεκριμένα: υψόμετρο, ιστορικά στοιχεία, τα σημαντικότερα αξιοθέατα: επισκέπτες είναι, που απευθύνονται σε επισκέπτες. Οι ντόπιοι τα ξέρουν.
Εγώ θα τον έγραφα αλλιώς αυτόν τον οδηγό. Ανάποδα. Θα ξεκινούσα από από εμάς. Η Νάουσα δε θα ήταν αυτή που είναι χωρίς τους ανθρώπους της. Δεν μπορείς να είσαι αντικειμενικός απέναντι σε κάτι που αγαπάς επειδή ακριβώς το αγαπάς. Και ευτυχώς δεν χρειάζεται. Ήσουν αντικειμενικός πριν το αγαπήσεις. Φτάνει τόσο. Πότε ακριβώς δηλαδή θα δεθούμε με κάτι αν κρατάμε συνεχώς αποστάσεις ασφαλείας; Και ποιος τις καθορίζει;
Εγώ λοιπόν θα μιλούσα για τους Ναουσαίους. Θα έλεγα ότι όταν σε πρωτογνωρίζουν, σε αποκαλούν «ξένο». Όχι για να σε αποκλείσουν, μα για να σε προσέξουν πιότερο! Όχι για να σε απομονώσουν, μα για να σε ξεχωρίσουν! Να σε φιλοξενήσουν. «Προσέξτε να αγαπήσει τη Νάουσα, είναι ‘ξένος’ !». Πρέπει να δοκιμάσεις το κρασί, που το λένε ξινόμαυρο, που βγαίνει μόνο εδώ, που συναγωνίζεται τα πιο ξακουστά, που είναι το μόνο που δε χαλούσε στα υπερατλαντικά ταξίδια. Και να το συνοδεύσεις με μπάτσο, όχι ωμό! Τηγανισμένο! Που ‘χει λιγότερη αψάδα και θα σ’ αρέσει καλύτερα. Και να φας το ροδάκινο από το δέντρο, να γεμίσεις και μούχο, στο πρόγραμμα είναι. Και να πας και στην παραλία, να καμαρώσεις όλο τον κάμπο. Να μη σου περιγράφουν πώς είναι ο ορίζοντας, να τον δεις, και καθώς προχωράς εκείνος να φεύγει και όλο να προχωράς να τον φτάσεις σαν αέναο παιχνίδι. Και να ακούς γέλια και φωνές και ποδήλατα να γλιστρούν πάνω στις πέτρες.
Και στον Άγιο Νικόλα να πας, να δεις τα πλατάνια Άλλη πρόκληση! Και να τα βλέπεις και να χαίρεσαι που όλα αυτά είναι δεμένα με αναμνήσεις που σου χαρίστηκαν τυχαία και θεία, κάτω από το θρόισμα τω φύλλων δίπλα στα μαύρα τα νερά. Γιατί επειδή είσαι «ξένος», οι Ναουσαίοι, θα σου πουν ιστορίες, για τις Νύμφες, για τους μύθους, για τον Διόνυσο και για τις Μπούλες. Δε σε αφήνουν μόνο να δεις. Οι Ναουσαίοι θέλουν και να νιώσεις τη πόλη τους. Αν δεν έχεις δικές σου αναμνήσεις, θα μοιραστούν δικές τους, μέχρι να νιώσεις και συ την ομορφιά της. Είναι ζωντανοί άνθρωποι, φωνάζουν, γλεντάνε και γελούν. Και πάντα σε προτρέπουν να ξανάρθεις στις Απόκριες, για να δεις τις Μπούλες. Μην τις χάσεις! Δόξα, τιμή και καμάρι.
Όταν σου συστήνουν κάποιον άντρα, κι ας μην είναι η εποχή, σου το ψιθυρίζουν συνωμοτικά: «Είναι Μπούλα». Δεν ντύνεται Μπούλα. Είναι Μπούλα. Έχει διαφορά. Και ακολουθείς τη προτροπή τους και έρχεσαι τις Απόκριες. Παρακολουθείς την ιεροτελεστία, τη φορεσιά, το ντύσιμο, και συνέχεια ρωτάς… «γιατί»... «πώς»…και μετά μυήσε και συ. Η μόνη ερώτηση που δεν κάνεις, και δεν έχει τύχει να μου θέσει κανένας από την μέρα που ξεκίνησα εγώ να εξηγώ το δρώμενο σε άλλους, είναι το «Γιατί κλαίνε». Αν δακρύσεις και συ, τελείωσε, δεν πρόκειται να χάσεις καμιά Αποκριά της Νάουσας.
Ακούς το νταούλι και τον ζουρνά και τα πόδια σου χτυπάνε στο ρυθμό της καρδιάς σου. Και τους βλέπεις να χορεύουν με τους προσώπους και τις πάλες, όλοι ίδιοι και όλοι διαφορετικοί. Τους βλέπεις να πετούν, να χτυπούν και να πάλλονται για να διαστείλουν τη στιγμή, και να κρατήσει κι άλλο ο ρυθμός. Τα πόδια πάνε μόνα τους και οι πάλες κοντεύουν να σπάσουν αλλά πάλι δε σου αρκεί. Μπορείς, είχε πει κάποιος, να προσποιηθείς την ενέργεια. Μπορείς να φωνάξεις, να κινηθείς, να χοροπηδήσεις να μιλάς δυνατά και έντονα. Δεν μπορείς να προσποιηθείς όμως το πάθος. Κανένα πάθος.
Με αυτό χορεύουν λοιπόν, με το πάθος που αισθάνονται. Με συναίσθηση της φορεσιάς που φοράνε και της Ιστορίας της. Εσύ τους βλέπεις και ανατριχιάζεις, ενώ αυτοί χορεύουν και ψηλώνουν.
Αφιερωμένο σε όλα τα μπουλούκια, τους οργανοπαίχτες, και τον αείμνηστο Βαγγέλη Ψαθά.